έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
κυματώδης — ες (Α κυματώδης, ῶδες) αυτός που έχει πολλά και μεγάλα κύματα, φουρτουνιασμένος («αύριο η θάλασσα θα είναι κυματώδης») αρχ. 1. (για τόπο) αυτός που πλήττεται από κύματα 2. μτφ. (για τον σφυγμό) αυτός που παρουσιάζει αυξομειώσεις, κυμαινόμενος… … Dictionary of Greek
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek
ομότονος — η, ο (Α ὁμότονος, ον) 1. αυτός που έχει τον ίδιο τόνο, την ίδια ένταση, ίση δύναμη 2. αυτός που έχει τον ίδιο μουσικό τόνο 3. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο τονισμό νεοελλ. (για πυρετό, φλεγμονή κ.λπ.) αυτός που δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις ή… … Dictionary of Greek
πάγιος — α, ο (ΑΜ πάγιος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. στερεός («κηρὸς... σιδήρου παγιώτερος», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν επιδέχεται αλλαγές, σταθερός, αμετακίνητος, αμετάβλητος (α. «πάγια κατάσταση» β. «πάγιες αποδοχές») νεοελλ. φρ. α) «πάγια έξοδα» (οικον.)… … Dictionary of Greek
πλακάτο — το, Ν άκλ. [πλάκα] (τυπογρ.) (για χρώμα) αυτό που εκτυπώνεται ενιαίο χωρίς τόνους ή αυξομειώσεις … Dictionary of Greek
αγγειακός τόνος — Οι λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων βρίσκονται συνεχώς σε κατάσταση συστολής, που άλλοτε είναι μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη. Η συνεχής αυτή συστολή λέγεται α.τ., και οφείλεται σε δύο παράγοντες: 1. Στην επίδραση νευρικών… … Dictionary of Greek
αιολική ενέργεια — Μορφή μηχανικής ενέργειας που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος με την εκμετάλλευση της κίνησης του ανέμου. Ο άνεμος υπήρξε μια από τις πιο παλαιές φυσικές πηγές ενέργειας που αξιοποιήθηκε ως κινητήρια δύναμη (βασικά στη ναυτιλία και στους ανεμόμυλους). Η … Dictionary of Greek